-
1 κέδρινος
-
2 κέδρινος,
κέδρινος, u. κεδρίνεος, von Zederholz; τὸ κέδρινον, Zederöl -
3 κεδρίνεος
κέδρινος, u. κεδρίνεος, von Zederholz; τὸ κέδρινον, Zederöl
См. также в других словарях:
κέδρινον — κέδρινος of cedar masc acc sg κέδρινος of cedar neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέδρινος — ή, ο (Α κέδρινος ίνη, ον) [κέδρος] 1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα») 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον πάπ. το πορτοκαλί χρώμα … Dictionary of Greek
κέδριον — κέδριον, τὸ (Α) [κέδρος] δ. γρφ. τού κέδρινον (βλ. κέδρινος) … Dictionary of Greek